-
1 νευρον
τό1) сухожилие(ὀστᾶ τε καὴ νεῦρα Plat.)
2) волокно(φυτῶν Plat.)
3) ( сделанные из сухожилий) нить, шнур4) преимущ. pl. сила, крепость, мощь(τῆς τραγῳδίας Arph.; τοῦ οἴνου Plut.; τῶν πραγμάτων Aeschin.)
5) тетива Polyb.6) струна(νεῦρα τινάσσειν Anth.)
См. также в других словарях:
συρράπτω — ΝΜΑ [ῥάπτω] 1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.) 2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνω («συρράπτω τα φύλλα χαρτιού») 3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη… … Dictionary of Greek